φάρσα — Σύντομο θεατρικό έργο με κωμική υπόθέση που προορίζεται συνήθως για λαϊκό κοινό. Τα πρώτα γνωστά θεατρικά έργα του είδους είναι γαλλικά και χρονολογούνται από τα τέλη του Μεσαίωνα. Η γνωστότερη είναι Το παιδί και ο τυφλός, έργο ανώνυμου συγγραφέα … Dictionary of Greek
Γκέι, Τζον — (John Gay, Μπάρνσταπλ 1685 – Λονδίνο 1732). Άγγλος ποιητής και συγγραφέας. Στενός φίλος του Πόουπ και του Σουίφτ, παρουσιάστηκε στη λογοτεχνική σκηνή το 1708 με το ποίημα Κρασί. Στο θέατρο παρουσιάστηκε το 1712 με το έργο Mohocks, φάρσα ελάσσονος … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Σαίκσπηρ, Ουίλιαμ — (Shakespeare). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας (Στράτφορντ ov Αίηβον 1564 1616). Από τις ελάχιστες πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του, οι πιο αξιόπιστες είναι εκείνες που βγαίνουν από δικαστικά έγγραφα και μαρτυρίες συγχρόνων του. Γιος … Dictionary of Greek
Farsa, Greece — Farsa ( el. Φάρσα) is a small settlement in the island of Kefalonia and is also in the Potamana region in Greece. Farsata located 8 km north of Argostoli, E of Lixouri and S of Fiskardo. It is linked with the Argostoli Fiskardo Road at… … Wikipedia
Kefalonia (Gemeinde) — Gemeinde Kefalonia Δήμος Κεφαλονιάς … Deutsch Wikipedia
Камбисис, Яннис — Яннис Камбисис греч. Γιάννης Καμπύσης … Википедия
άγραυλος — Προσωνυμία θεάς και όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Προσωνυμία της θεάς Αθηνάς, που την έλεγαν Αγλαυρίδα Αγραυλίδα Παρθένο, Αθηνά Άγραυλο (Αθηνά των αγρών). 2. Κόρη του Ακταίου, πρώτου θρυλικού βασιλιά της Αττικής και σύζυγος του Κέκροπα. Μητέρα… … Dictionary of Greek
αρλούμπα — η 1. φλυαρία, ανόητος λόγος 2. η εντελώς απερίσκεπτη πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Υποστηρίζεται ότι προέρχεται με αναγραμματισμό από το *αμπούρλα < ιταλ. burla «αστείο, φάρσα», με ανάπτυξη του προθεματικού στοιχείου α . Κατ άλλους ο τ … Dictionary of Greek